- δουλαγωγώ
- (-έω και -άω) (AM δουλαγωγῶ, -έωΜ και -άω)1. κάνω κάποιον δούλο, τόν μεταχειρίζομαι ως δούλο2. (για ψυχικά πάθη) τά υποτάσσω τελείως, τά χαλιναγωγώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δουλαγωγῶ — δουλαγωγέω make a slave pres subj act 1st sg (attic epic doric) δουλαγωγέω make a slave pres ind act 1st sg (attic epic doric) δουλαγωγός enslaving masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδουλαγωγώ — έω, Μ κάνω κάποιον δούλο μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δουλαγωγῶ «κάνω κάποιον δούλο»] … Dictionary of Greek
υπωπιάζω — Α [ὑπώπιον] 1. χτυπώ κάποιον στο πρόσωπο και, ιδίως, κάτω από τα μάτια, μαυρίζω σε κάποιον το μάτι 2. μτφ. α) βασανίζω β) δαμάζω («ἀλλ ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ», ΚΔ) 3. παθ. ὑπωπιάζομαι α) έχω μαυρισμένο μάτι β) μτφ. πλήττομαι σφόδρα… … Dictionary of Greek